- τσαλαβούτας
- ο1) тот, кто шлёпает по грязи; 2) перен. неряха, небрежный, неаккуратный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαλαβούτας — ο, Ν [τσαλαβουτώ] 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και πατά μέσα στις λάσπες 2. (γενικά) απρόσεκτος, τσαπατσούλης … Dictionary of Greek
τσαλαβούτας — ο 1.που βαδίζει απρόσεχτα και πατά στις λάσπες. 2. μτφ., άνθρωπος ακατάστατος, τσαπατσούλης, άτσαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)